To καλό σενάριο δεν αρκεί

Άρθρο κ. Δημήτρη Τζάνα, Συμβούλου Επενδύσεων της PROTON BANK, που δημοσιεύθηκε στην ΗΜΕΡΗΣΙΑ ON LINE, 4/1/2011.

 

 

Πρωταθλητής απωλειών αναδείχτηκε το ΧΑ το 2010 καταγράφοντας τη χειρότερη επίδοση (-36% περίπου) ανάμεσα στο σύνολο των διεθνών αγορών, αναπτυγμένες και αναδυόμενες, ως αποτέλεσμα της αρνητικής αυτονόμησής του λόγω της σοβαρής δημοσιονομικής εκτροπής της χώρας που την οδήγησε στο μηχανισμό στήριξης.

Η δημοσιονομική πρόοδος σε σχέση με την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων για το δημοσιονομικό έλλειμμα και η πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις, συνιστούν τις δύο βασικές προϋποθέσεις για τη βελτίωση της μακροοικονομικής ορατότητας, ώστε να διαμορφωθούν ευνοϊκές αναπτυξιακές προϋποθέσεις και βελτίωση των εταιρικών αποτελεσμάτων. Ας σημειωθεί ότι το 2010 τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα των εισηγμένων θα καταγράψουν σημαντικές ζημιές.

Ευλόγως, οι αποτιμήσεις των εταιρειών είναι τουλάχιστον χαμηλές (τόσο των κερδοφόρων όσο και των ζημιογόνων), ενώ ο δείκτης της κεφαλαιοποίησης του Χ.Α. ως προς το ΑΕΠ είναι μόλις 25% όταν ο αντίστοιχος μέσος ευρωπαϊκός δείκτης είναι σχεδόν τριπλάσιος! Ωστόσο, η διαπίστωση ότι «το ελληνικό χρηματιστήριο είναι φθηνό» δεν αρκεί για να προκαλέσει το επενδυτικό ενδιαφέρον.

Αιτία είναι οι χρόνιες παθογένειες που σωρεύθηκαν διαχρονικά στο Χ.Α.: τα υψηλά φορολογικά βάρη που αυξήθηκαν λόγω της δημοσιονομικής κρίσης, ο υψηλός βαθμός εξάρτησης από επενδυτές εξωτερικού, η ελαχιστοποίηση της συμμετοχής ιδιωτών επενδυτών, η αναζωπύρωση του προβλήματος αξιοπιστίας της αγοράς, ο έντονα βραχυπρόθεσμος τρόπος λειτουργίας της και η δραματική μείωση της αξίας των συναλλαγών (-80% την τελευταία διετία!).

Επιπλέον, η διασύνδεση της λειτουργίας των αγορών με την πρωτόγνωρα μεγάλη πιστωτική επέκταση της περιόδου 2003-2008 οδήγησε στην ανατροπή των νόμων προσφοράς και ζήτησης για τα επενδυτικά προϊόντα.

Όπως αναλύει ο Γάλλος οικονομολόγος, M. Aglietta, οι αυξημένες τιμές των επενδυτικών προϊόντων δεν αποθαρρύνουν την εκδήλωσης αυξημένης ζήτησης όσο συνεχίζεται ο αυξημένος δανεισμός ενώ ακόμη και οι ιδιαίτερα χαμηλές δεν δελεάζουν τους επενδυτές όταν ο δανεισμός ελαχιστοποιείται.

Αυτό συμβαίνει γιατί η επενδυτική συμπεριφορά συνυφαίνεται με την διακύμανση της ψυχολογίας που καθοδηγεί την αυξομείωση της ρευστότητας. Έτσι, τώρα, ο χαμηλός βαθμός εμπιστοσύνης για την ανάπτυξη και τα εταιρικά κέρδη (ιδιαίτερα εμφανής στην ελληνική πραγματικότητα) μεγιστοποιεί την αποστροφή προς τον επενδυτικό κίνδυνο, διαμορφώνοντας αρνητική ψυχολογία και ελαχιστοποίηση της ρευστότητας για μετοχικές επιλογές, ακόμη κι όταν οι τιμές είναι κραυγαλέα χαμηλές.