Δελτίο Τύπου ΣΜΕΧΑ 30/7/2014
Ο ΣΜΕΧΑ εκφράζει την έκπληξη και την απορία του σχετικά με την διάταξη του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο που κατετέθη χθες στη Βουλή με τίτλο «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, οργανωτικά θέματα Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις», βάσει της οποίας επεκτείνεται η υποχρέωση δήλωσης της περιουσιακής κατάστασης, στους πρόεδρους, στους αντιπροέδρους, τους διευθύνοντες σύμβουλους, τα εκτελεστικά μέλη Δ.Σ. και τους γενικούς διευθυντές των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.
Στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου – το οποίο σημειώνεται ότι κατετέθη στη Βουλή χωρίς να προηγηθεί διαβούλευση με τους αρμόδιους φορείς – αναφέρεται «….η υποχρέωση δήλωσης επεκτείνεται σε νέες κατηγορίες προσώπων, τα καθήκοντα των οποίων αφορούν τη διαχείριση δημοσίου χρήματος. Καλύπτονται, έτσι, νομοθετικά κενά και επιτυγχάνεται η ενιαία ρύθμιση ομοίων περιπτώσεων.»
Δεν αντιλαμβανόμαστε ωστόσο πως η επέκταση της ως άνω υποχρέωσης στις εταιρίες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών συνάδει με το σκεπτικό της εισηγητικής έκθεσης, και την ουσία καταπολέμησης της διαφθοράς, καθώς είναι σε όλους γνωστό (και θα έπρεπε σίγουρα να είναι στους υπηρεσιακούς παράγοντες – συντάκτες της διάταξης) ότι οι ΕΠΕΥ δεν διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα.
Τα μέλη Διοικητικού Συμβουλίου ΕΠΕΥ και τα διευθυντικά στελέχη (Γενικοί Διευθυντές, Διευθύνοντες Σύμβουλοι και Διαχειριστές) υπόκεινται δε στην υποχρέωση γνωστοποίησης των συναλλαγών που πραγματοποιούν επί αξιών εισηγμένων ή που εισάγονται προς διαπραγμάτευση σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 81 του ν. 2533/1997.
Επιπλέον το 2015 αναμένεται να εφαρμοστεί για το σύνολο των φορολογούμενων η δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης (περιουσιολόγιο). Το περιουσιολόγιο θα περιλαμβάνει διαφανείς και εύκολα ελέγξιμες πληροφορίες με ηλεκτρονικό τρόπο για τον κάθε μορφής έλεγχο.
Η επέκταση της υποχρέωσης υποβολής πόθεν έσχες αυξάνει το γραφειοκρατικό και διοικητικό κόστος και καθιστά στην πράξη αδύνατη τη διενέργεια πραγματικού ελέγχου των υψηλόβαθμων πολιτικών προσώπων που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα και θα έπρεπε να ελέγχονται για τους σκοπούς του νόμου, ήτοι την καταπολέμηση της διαφθοράς και την υπεράσπιση της διαφάνειας. Το να συγκεντρώνονται χωρίς λόγο χιλιάδες τόνοι χαρτιού εξαιτίας του υπερβολικού πλήθους υπόχρεων, αυξάνει το κόστος του Δημοσίου και συμβάλλει στην αδιαφάνεια και στη διαφθορά, δεδομένου και του περιορισμένου αριθμού του διαθέσιμου προσωπικού.
Επίσης δεν βλέπουμε στο νομοσχέδιο διεθνείς διατάξεις που γνωρίζουμε ότι ισχύουν στην Ευρώπη και ΗΠΑ κατά της διαφθοράς.
Ομοίως, δεν βλέπουμε να περιλαμβάνονται παρόμοιες επενδυτικές τράπεζες του εξωτερικού καθώς και άλλες ελληνικές και διεθνείς εταιρίες εκτός του χρηματοπιστωτικού χώρου, που υπογράφουν συνήθως με (ή χωρίς) απευθείας αναθέσεις από δημόσιους φορείς, εργασίες με μεγάλα ποσά δημοσίου χρήματος. Επίσης δεν περιλαμβάνονται οι υπεύθυνοι χρηματιστηριακών εργασιών σε τράπεζες, δεδομένου ότι οι τράπεζες μπορούν να εκτελούν απευθείας χρηματιστηριακές συναλλαγές, που φαίνεται ότι αγνοούν οι συντάκτες του νομοσχεδίου.
Με βάση τα ανωτέρω θεωρούμε ότι η εφαρμογή της ως άνω διάταξης δεν προσφέρει τίποτα στην προσπάθεια ενίσχυσης της διαφάνειας και ως εκ τούτου καλούμε το Υπουργείο Δικαιοσύνης να διαβουλευθεί μαζί μας, το όποιο δεν έπραξε μέχρι τώρα και να προβεί στις απαραίτητες τροποποιήσεις κατά την συζήτηση νομοσχεδίου στη Βουλή.