ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ: Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΠΕΝΟΧΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ

Άρθρο του κ. Δημήτρη Τζάνα, Συμβούλου Επενδύσεων της Proton Bank, που δημοσιεύθηκε στο capital.gr, στις 22/6/2011.

Θλιβερά απαξιωτική εικόνα παρουσιάζει το ελληνικό χρηματιστήριο τους τελευταίους 19 μήνες με την ημερήσια αξία των συναλλαγών να έχει δραματικά συρρικνωθεί για 4ο (!) συνεχόμενο έτος (από το 2008).

 

Η αυτονόμηση από τις ξένες αγορές έχει συντελέσει στη συνεχή πτωτική πορεία με τη κεφαλαιοποίηση να πλησιάζει το 20% του ΑΕΠ και το γενικό δείκτη να κινείται στα επίπεδα του 1997. Όλα αυτά ήταν το αποτέλεσμα της γνωστοποίησης της ελληνικής δημοσιονομικής εκτροπής που οδήγησε τις αγορές να αναφέρονται στο ελληνικό χρέος θίγοντας δύο πτυχές: της ρευστότητας και της φερεγγυότητας. Έτσι, η αντιμετώπιση της ρευστότητας μέσω της εκταμίευσης των δόσεων στα πλαίσια του δανείου των 110 δις € αποδεικνύεται ανεπαρκής καθώς η αδυναμία της χώρας να ισοσκελίσει την τρέχουσα δημοσιονομική της διαχείριση, να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις και να εφαρμόσει σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης ικανό να μεταδώσει μήνυμα αναπτυξιακής προοπτικής την καθιστά αφερέγγυα και δεν της επιτρέπει να αισιοδοξεί για σύντομη επάνοδο σε αναχρηματοδότηση των ομολόγων της από τις αγορές.

 

            Υπάρχουν όμως, άλλοι λόγοι που συνέβαλαν στο διαχρονικό sell-off του Χ.Α. και στη βίαιη υποχώρηση των τιμών πέραν του «τοξικού» χαρακτήρα των ελληνικών ομολόγων που οδήγησε στην εντατική υποτιμητική κερδοσκοπία επί των τραπεζικών κυρίως μετοχών;  Νομίζω ότι ο υψηλός βαθμός συμμετοχής ξένων που άγγιξε το 60% πριν μερικά χρόνια και ο έντονα τραπεζοκεντρικός χαρακτήρας της αγοράς (επιθυμητές ενόσω τα τραπεζικά growth-stories ήταν βάσιμα) συνιστούν δύο βασικούς λόγους που «συνέπραξαν» στο ξεπούλημα του ελληνικού χρηματιστηρίου της τελευταίας διετίας.

 

            Εμβαθύνοντας όμως περισσότερο, δύσκολα θα αποφύγουμε τις επισημάνσεις για τα δικά μας πεπραγμένα ή παραλείψεις μας τις τελευταίας δεκαετίας. Πιο συγκεκριμένα:

 

            –  Η εικόνα παράκρουσης και καθολικής συμμετοχής ιδιωτών στο Χ.Α. την περίοδο 1998-2000 με τις γνωστές «τραυματικές» εμπειρίες για τους περισσότερους, οδήγησε στη συνειδητή αποθάρρυνση της συμμετοχής τους στη συνέχεια. Αντιθέτως, ενθαρρύνθηκε με πολλούς τρόπους η αύξηση της συμμετοχής επενδυτών εξωτερικού, διαδικασία που συνυφάνθηκε με τη συμμετοχή ολοένα και περισσότερων επενδυτών βραχυπρόθεσμων χαρακτηριστικών επενδυτικού ορίζοντα (hedge funds κυρίως). Σταδιακά, η αναλογία μεταξύ επενδυτών μακροπρόθεσμου και επενδυτών βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα έγειρε υπερβολικά υπέρ των δεύτερων αλλοιώνοντας τη φυσιογνωμία της αγοράς. Σήμερα πλέον, λίγοι αντιλαμβάνονται το χρηματιστήριο ως χώρο επενδύσεων «μακράς πνοής» ενώ οι περισσότεροι το εκλαμβάνουν ως χώρο βραχυπρόθεσμων τοποθετήσεων στη λογική του κοντόθωρου στοιχηματισμού.

 

            –  Ο ρόλος των θεσμικών επενδυτών εσωτερικού έχει πλέον ελαχιστοποιηθεί. Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου σχεδόν έσβησαν αφού φορολογικοί λόγοι οδήγησαν στην απορρόφησή τους από τις τράπεζες. Τα Α/Κ καταγράφουν εδώ και χρόνια καθαρές εκροές αδυνατώντας να παίξουν σταθεροποιητικό ρόλο. Τα pension funds (επαγγελματική διαχείριση διαθεσίμων ασφαλιστικών ταμείων) ουδέποτε υλοποιήθηκαν. Έλειψαν επομένως τα «εγχώρια αναχώματα» που μπορούν να λειτούργησαν σταθεροποιητικά στην αγορά σε κρίσιμες συνεδριάσεις, οπότε η προσφορά πωλούμενων τίτλων είναι υπερβολική και η μεταβλητότητα έντονη. Και οι ιδιώτες που ευλόγως στράφηκαν σε επενδύσεις εξωτερικού για λόγους διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου τους, έχουν πλέον σχεδόν ολοκληρωτικά αποστρέψει το ενδιαφέρον τους για ελληνικές μετοχές καθώς η συνεχής υποτιμητική κερδοσκοπία που εξασκείται καθισχύει οποιωνδήποτε επισημάνσεων περί «ελκυστικών θεμελιωδών» τους.

            –  Μεγάλος αριθμός εταιρειών από όλες τις κατηγορίες κεφαλαιοποίησης που άντλησαν τεράστια ποσά μέσω του Χ.Α., αστόχησαν (κατά την ηπιότερη διατύπωση!) στις τοποθετήσεις τους δημιουργώντας σοβαρό πρόβλημα αξιοπιστίας στο θεσμό καθώς προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στους επενδυτές που συμμετείχαν. Επιπλέον, ο τρόπος εφαρμογής της MIFID, θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε σε σημαντικό βαθμό από τις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες, οδήγησε σε εξάντληση της αυστηρότητας στις παραβιάσεις νομοθεσίας που σημειώνονται από πλευράς «μικρών» (επενδυτών-εταιρειών) ενώ οι κινήσεις με πιθανολογούμενη χειραγώγηση από πλευράς «μεγάλων» είναι στο απυρόβλητο. Παράλληλα, η διενέργεια συναλλαγών σε δικές τους πλατφόρμες και η θεσμοθέτηση των remote members συνέβαλαν στην αύξηση της αδιαφάνειας του τρόπου λειτουργίας των αγορών.

 

            Οι επισημάνσεις για τους λόγους που φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση ασφαλώς δεν εξαντλούνται εδώ. Μια ειδική ad hoc επιτροπή παραγόντων – εμπειρογνωμόνων θα έπρεπε να συσταθεί για να καταγραφούν όσο γίνεται πιο εξαντλητικά. Όμως, εκείνο που τώρα έχει σημασία είναι να υπάρξουν πρωτοβουλίες για τη λήψη μέτρων που θα σταματήσουν την περαιτέρω απαξίωση του ελληνικού χρηματιστηρίου και τη χάραξη εθνικής στρατηγικής με στόχο την πορεία ανόρθωσης, χωρίς να παραγνωρίζω ότι το διεθνοποιημένο περιβάλλον δεν επιτρέπει ιδιαίτερα μεγάλες πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση.

 

            Η Πολιτεία δεν πρέπει να συνεχίσει να μένει αδρανής σε σχέση με τα δρώμενα στο Χ.Α. αφού έτσι απεμπολεί την οργανική σύνδεσή του με την προσπάθεια αναπτυξιακής ανάτασης της οικονομίας που επιτυγχάνεται με την άντληση κεφαλαίων για επενδυτικούς σκοπούς. Παράλληλα, ο ζωτικής σημασίας στόχος των αποκρατικοποιήσεων μπορεί να επιτύχει τη μεγιστοποίηση των ωφελειών – εσόδων για το Δημόσιο με ένα διαφορετικό χρηματιστήριο, με πολλαπλάσιους των σημερινών ημερήσιους τζίρους και υψηλότερες αποτιμήσεις. Και αυτά μπορούν να επιτευχθούν μόνο αν προηγηθεί μια σοβαρή και μεθοδική προσπάθεια αναβάθμισής του.

 

            Για το σκοπό αυτό, με πρωτοβουλία της Πολιτείας, είναι αναγκαίο να προηγηθεί ένα μεθοδικό Brainstorming επιλεγμένων παραγόντων της αγοράς. Να υπάρξουν στο τραπέζι ιδέες που μπορεί να εφαρμοσθούν άμεσα ώστε να αναζωογονηθεί το Χ.Α. Ιδέες που μπορεί να επαναφέρουν την επενδυτική του φυσιογνωμία, να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των ιδιωτών, να αναστήσουν την κοινότητα των θεσμικών επενδυτών. Να μεθοδευθούν προσπάθειες ανάδειξης εναλλακτικών επενδυτικών επιλογών από την υψηλή κυρίως κεφαλαιοποίηση ώστε να αμβλυνθεί ο τραπεζοκεντρικός χαρακτήρας της αγοράς (π.χ. εταιρείες κλάδου ενέργειας, κοινής ωφελείας κλπ.) με ειδικά σχέδια δράσης. Να προωθηθούν εργαλεία της φορολογικής πολιτικής που μπορούν με μικρό δημοσιονομικό κόστος να χρησιμοποιηθούν για την ενθάρρυνση χρηματιστηριακών τοποθετήσεων και να υπάρξουν νομοθετικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση του ρόλου των επενδυτών «μακράς πνοής». Επείγει πάντως, να υπάρξει πρωτοβουλία της Πολιτείας για την αναβάθμιση του χρηματιστηριακού θεσμού άμεσα, ανεξάρτητα από τις δυσμενείς μακροοικονομικές συνθήκες της παρούσας στιγμής που όλοι ευχόμαστε σύντομα να αλλάξουν προς το καλύτερο με πρώτο στόχο την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στον προϋπολογισμό. Χωρίς άλλη καθυστέρηση, να δοθεί ένα «φιλί ζωής» στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά ώστε να ξαναγίνουν ρεαλιστικές οι μέχρι προ ολίγων ετών σκέψεις για χρηματιστηριακό κέντρο της Ν.Α. Ευρώπης στην Αθήνα.