Το Χρηματιστήριο της Αθήνας δεν χρειάζεται τον φόρο υπεραξίας

Άρθρο κ. Σπύρου Κυρίτση, Πρόεδρου ΣΜΕΧΑ στο Capital στις 1/9/2013.

 

 

 

Τον περασμένο Ιούλιο, νομοθετήθηκε από το κοινοβούλιο -για πολλοστή φορά- η θέσπιση φόρου υπεραξίας επί των χρηματοπιστωτικών μέσων (εισηγμένες ή μη μετοχές, ομόλογα, παράγωγα). Ο συντελεστής φορολόγησης της υπεραξίας προσδιορίσθηκε στο 15% και επιπλέον συμπεριλήφθηκε στο σχετικό άρθρο (άρθρο 42 του ν. 4172/13) η μεταφορά τυχόν ζημιάς από συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια ενός έτους, σε επόμενα έτη, επ’ αόριστον.

Θυμίζω ότι το σύνολο των φορέων της ελληνικής κεφαλαιαγοράς (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Χρηματιστήριο, ΣΜΕΧΑ, ΕΘΕ) είχαν ταχθεί κατά της υιοθέτησης στην παρούσα χρονική στιγμή του φόρου υπεραξίας, αντιπροτείνοντας μια αύξηση του υπάρχοντος συντελεστή φόρου πωλήσεων, από 0,2% σε 0,3%, ώστε να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα. Στα σχετικά ποσοτικά σενάρια που είχε ετοιμάσει το Χρηματιστήριο της Αθήνας για ημερήσιο τζίρο μετοχών της τάξης των 65 εκατ. ευρώ, τα έσοδα από τον αυξημένο φόρο συναλλαγών ήταν αρκετά πάνω από το 5πλάσιο των εσόδων από το φόρο υπεραξίας.

Ένας από τους βασικούς λόγους αυτής της τεράστιας διαφοράς είναι ότι ο φόρος υπεραξίας δεν μπορεί να επιβληθεί σε αλλοδαπούς επενδυτές λόγω των συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας.

Η εφαρμογή του φόρου υπεραξίας από 1/1/2014 αναμένεται ότι θα “αντικαταστήσει” το σημερινό φόρο συναλλαγών, η ισχύς εφαρμογής του οποίου λήγει στις 31/12/2013. Όπως μάλιστα προκύπτει και από τη σχετική μελέτη που συνέταξε η Ernst & Young για λογαριασμό του ΣΜΕΧΑ, αναφορικά με το φορολογικό πλαίσιο που ακολουθείται σε 10 άλλες ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές, ο κανόνας είναι ότι όπου εφαρμόζεται φόρος συναλλαγών δεν εφαρμόζεται φόρος υπεραξίας και αντίστροφα.

Δυστυχώς η συγκεκριμένη διάταξη για την εφαρμογή του φόρου υπεραξίας από 1/1/2014 δημιουργεί ποικίλα ερωτήματα και χρήζει ερμηνειών. Για αυτόν το λόγο ο ΣΜΕΧΑ πρότεινε στο αρμόδιο υπουργείο, εν όψει και της κατάθεσης νέου φορολογικού νομοσχεδίου στη βουλή, να προβεί στις αναγκαίες τροποποιήσεις στο σχετικό άρθρο 42, έτσι ώστε να είναι σαφή τα ακόλουθα:

α) Ο υπολογισμός της υπεραξίας να προκύπτει από το αλγεβρικό άθροισμα κερδών-ζημιών για συναλλαγές του επενδυτή μέσα σε ένα έτος, επί του συνόλου των χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 42, δηλαδή από συναλλαγές σε μετοχές – ομόλογα – παράγωγα. Εφόσον από το σύνολο των πράξεων επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων προκύπτει κέρδος, επ’ αυτού υπολογίζεται ο φόρος υπεραξίας. Αν από το σύνολο των πράξεων προκύπτει ζημιά, τότε αυτή μεταφέρεται το επόμενο έτος, κοκ.

β) Επενδυτές –φυσικά πρόσωπα– που διενεργούν συναλλαγές σε κάποιο ή κάποια από τα προαναφερόμενα χρηματοπιστωτικά μέσα, περισσότερες από 3 φορές μέσα σε ένα εξάμηνο, δεν θεωρούνται επιτηδευματίες και άρα δεν απαιτείται να κάνουν έναρξη επαγγέλματος και κατά συνέπεια να φορολογηθούν με τους συντελεστές της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Η εφαρμογή του φόρου υπεραξίας στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά που τα τελευταία χρόνια συνεχώς συρρικνώνεται, εξακολουθεί και δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η καθολική άποψη όλων των φορέων της κεφαλαιαγοράς ήταν κατά τη διαβούλευση –πριν τη ψήφιση του ν. 4173– ότι νέοι φόροι θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά στην προσπάθεια ανάδειξης του ελληνικού χρηματιστηρίου ως βασικού μοχλού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Σε όλες τις χώρες, η ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς τους σχετίζεται άμεσα με φορολογικά “κίνητρα” για την προσέλκυση επενδυτών και προϊόντων. Αν θέλουμε και η δική μας κεφαλαιαγορά να αποτελέσει ένα σύγχρονο και ανταγωνιστικό εργαλείο ανάπτυξης, θα πρέπει να εξετάσουμε και εφαρμόσουμε ανάλογες φορολογικές πολιτικές.