Συγκρούσεις συμφερόντων στην οικονομία
Άρθρο του Αλέξανδρου Μωραϊτάκη, Προέδρου του ΣΜΕΧΑ στην ΑΞΙΑ στις 22/8/2009
Ένα χρόνο μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, ο δημόσιος διάλογος στις ΗΠΑ έχει επικεντρωθεί στις πιθανές σχέσεις διαπλοκής, ανάμεσα στον τότε υπουργό Οικονομικών, Χένρι Πόλσον, και στην επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs, την όποια διηύθυνε πριν αναλάβει την υψηλή κυβερνητική θέση του. Οι συζητήσεις αυτές μάλιστα γίνονται στις ΗΠΑ, ενώ ο κ. Πόλσον δεν επέστρεψε να εργαστεί πάλι στη Goldman Sachs και ενώ είχε πωλήσει τις μετοχές του της Goldman, πριν αναλάβει υπουργός, για να μην υπάρξει η παραμικρή υποψία σύγκρουσης συμφερόντων.
Στην Ελλάδα τέτοιες δημόσιες συζητήσεις σπανίζουν, ο δημόσιος διάλογος και έλεγχος έχει ατονήσει προ πολλού, καθώς οι εμπλεκόμενοι παράγοντες ανήκουν στο «σύστημα», ανεξάρτητα αν κάποιοι μέσα στο σύστημα περιστασιακά μπορεί να θίγονται και κάποιοι άλλοι να ωφελούνται. Σπάνια συζητούνται, ή ελέγχονται οι σχέσεις ανάμεσα σε αξιωματούχους του «συστήματος», της εκάστοτε κυβέρνησης και των εποπτικών αρχών, που μπορεί να γεννούν σοβαρές συγκρούσεις συμφερόντων, αν όχι και λειτουργίες διαπλοκής. Και αυτό παρότι σε πολλές περιπτώσεις οι πρακτικές και οι αποφάσεις των κάθε φορά κυβερνώντων εμφανέστατα ευνοούν ορισμένα οικονομικά, επιχειρηματικά και τραπεζικά συμφέροντα σε βάρος άλλων, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι σχέσεις διαπλοκής και σύγκρουσης συμφερόντων είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για παράδειγμα, πολύ σωστά έχει χαρακτηρισθεί στο παρελθόν από πολιτικό τομεάρχη της τότε Αντιπολίτευσης, που διετέλεσε μετά υπουργός Οικονομίας ως «τρικέφαλο τέρας», επειδή συγκεντρώνει αρμοδιότητες νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές. Είναι κρίσιμο, λοιπόν, οι διοικούντες μια Αρχή με τέτοιες εκτεταμένες αρμοδιότητες να τις ασκούν χωρίς την παραμικρή υποψία επηρεασμού από προσωπικά συμφέροντα και σκοπιμότητες.
Προς αυτή την κατεύθυνση, ο ΣΜΕΧΑ είχε προτείνει πρόσφατα, στη συζήτηση σχετικού νομοσχεδίου στην Βουλή, να τεθεί στα μέλη του Δ.Σ. της Ε.Κ. απαγόρευση εργασίας σε εποπτευόμενες εταιρίες, για τρία χρόνια μετά την λήξη της θητείας τους, περιορισμός που ήδη ισχύει σε άλλες Εποπτικές Αρχές (Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, Επιτροπή Ανταγωνισμού).
Αυτή η πρόταση δεν υιοθετήθηκε από τον αρμόδιο υπουργό Οικονομίας, παρότι η αλλαγή του νόμου για τη λειτουργία της Ε.Κ. υποτίθεται ότι έγινε για να επιτευχθεί ο ευγενής στόχος της αποφυγής συγκρούσεων συμφέροντος. Παρά ταύτα, ελάχιστοι σχολίασαν ότι δύο κορυφαίοι εποπτευόμενοι φορείς (ΧΑ και Τράπεζα της Ελλάδος) συνεχίζουν να συμμετέχουν στο ΔΣ της Ε.Κ. και μάλιστα παρότι το ΧΑ, ως γνωστόν, έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί δημόσιο φορέα και είναι πλέον μια εισηγμένη Α.Ε., ελεγχόμενη από τις μεγάλες τράπεζες, χάριν της Υπουργικής εύνοιας, ενώ έχουν μόνο 11% των μετοχών (συν 7% οι κρατικές).
Λίγο μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, ο καθ’ όλα άξιος τέως πρόεδρος της Ε.Κ. επανήλθε στην ιδιωτική τράπεζα, την οποία υπηρετούσε ως στέλεχος και στο παρελθόν, καταλαμβάνοντας μάλιστα και υψηλότερη θέση.
Τελικά, δηλαδή, η νομοθετική ρύθμιση για την αποφυγή συγκρούσεων συμφέροντος στους κόλπους της Ε.Κ. περιορίσθηκε στην απομάκρυνση από το Δ.Σ. του εκπροσώπου των μελών του ΣΜΕΧΑ, που απασχολούνται από πολλές παρελθούσες γενιές στο χώρο της Κεφαλαιαγοράς, έναντι του παροδικού, ευκαιρικαού χρόνου των άλλων, ενώ ουδείς φαίνεται να προβληματίσθηκε από τις συγκρούσεις συμφέροντος και τις προνομιακές, ευαίσθητές γνώσεις/πληροφορίες που γεννώνται, όταν ακόμη και το κορυφαίο στέλεχος της Αρχής δύναται να καταλαμβάνει θέση σε ιδιωτικό φορέα που μέχρι χθες επόπτευε, αμέσως μετά την αποχώρησή του από την Ε.Κ.
Στο σημείο αυτό είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι οι ανταγωνιστικές τράπεζες, παρά το γεγονός ότι ενοχλήθηκαν ιδιαίτερα από αυτή την εναλλαγή θέσεων, αντέδρασαν μάλλον «χλιαρά».
Όλα αυτά δείχνουν ότι σε μια κρίσιμη απόφαση για το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της Ε.Κ., ο υπουργός Οικονομίας κινήθηκε σε εσφαλμένη κατεύθυνση, όχι προφανώς από δόλο (ουδείς αμφισβητεί το πολιτικό θάρρος και την ηθική του ακεραιότητα), αλλά παρασυρθείς από πρόσωπα που εμπιστεύθηκε με καλή πίστη, τα οποία προφανώς είχαν άλλους στόχους, ή σκέψεις. Ευχόμαστε να γίνει γρήγορα αντιληπτό το σφάλμα και να διορθωθεί, διότι το τελευταίο που χρειάζεται σήμερα το ελληνικό Χρηματιστήριο είναι η τροφοδότηση της δυσπιστίας του κοινού έναντι της Εποπτικής Αρχής.
Και αυτό μάλιστα, όταν η Ε.Κ. έχει ακόμη και στο πρόσφατο παρελθόν κινηθεί κατά τρόπο που δημιούργησε σοβαρά ερωτηματικά για το βαθμό ανεξαρτησίας της από την εκτελεστική εξουσία και τις δικές της επιδιώξεις. Όταν κλήθηκε να εξετάσει, για παράδειγμα, αν θα έπρεπε να υποβληθεί δημόσια προσφορά σε όλους τους μετόχους του ΟΤΕ, η Ε.Κ. προτίμησε να (παρ-)ερμηνεύσει τους ελληνικούς και κοινοτικούς κανόνες Δικαίου, αδιαφορώντας για την προστασία του συμφέροντος χιλιάδων ιδιωτών επενδυτών, παρά να δημιουργήσει προσκόμματα στην εκπλήρωση των πολιτικών στόχων της κυβέρνησης (αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ), ή επανακρατικοποίηση όπως υποστηρίζουν οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές, με σοβαρή επιχειρηματολογία, αφού το Δημόσιο επανέκτησε τον έλεγχο που είχε χάσει στο μεταξύ.
Πώς μπορεί, όμως, ένα μέλος του Δ.Σ. της Ε.Κ., που επιλέγεται, διορίζεται και εποπτεύεται από τον υπουργό Οικονομίας, να διατηρήσει την ανεξαρτησία του, όταν η κρίση του μπορεί να άπτεται βασικών πολιτικών επιλογών του ίδιου υπουργού; Πώς μπορεί να ενισχυθεί θεσμικά η ανεξαρτησία αυτή και να αποφευχθούν οι συγκρούσεις συμφέροντος; Ενδεχομένως με την επιλογή των μελών του Δ.Σ. από την αρμόδια Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής και με αυξημένη πλειοψηφία. Αλλά αυτό ουδόλως απασχόλησε τους αρμοδίους, στη διαμόρφωση της πρόσφατης νομοθετικής ρύθμισης…
Είναι φανερό, όμως, ότι υπάρχουν πολλά ακόμη θέματα που θα άξιζε να τεθούν, σε μια ειλικρινή δημόσια συζήτηση με νηφαλιότητα για τις σχέσεις μεταξύ οικονομικού «συστήματος» και κρατικών θεσμών και για τις συγκρούσεις συμφερόντων που αναπτύσσονται. Με τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή την περίοδο το Δημόσιο στο δανεισμό του από τις αγορές, θα ήταν σκόπιμο να επανεξετασθεί η λειτουργία του «κλειστού συστήματος» της αγοράς ομολόγων, όπου τον πρώτο λόγο έχουν η Τράπεζα της Ελλάδος και μια ομάδα τραπεζών (βασικοί διαπραγματευτές), που έχουν κάθε λόγο να μην αλλάξει τίποτα στη διαδικασία άντλησης δανεισμού από το Δημόσιο και να κερδίζουν τεράστια spreads και δισεκατομμύρια ευρώ σε απόλυτα νούμερα και μάλιστα με την εγγύηση του Δημοσίου, σε βάρος των βαριά φορολογούμενων πολιτών της χώρας..
Ως γνωστόν, η πρωτογενής αγορά ομολόγων ελέγχεται από το κλειστό «κλαμπ» των βασικών διαπραγματευτών, ενώ μοναδική ουσιαστικά πλατφόρμα διενέργειας συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά είναι η Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων, την οποία διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς έχει ατονήσει προ πολλού η διαπραγμάτευση κρατικών τίτλων στη διαφανή και εύκολα προσβάσιμη σε κάθε ιδιώτη επενδυτή, αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Το αποτέλεσμα αυτού του ασφυκτικού ελέγχου της αγοράς ομολόγων από το «σύστημα» των τραπεζιτών είναι ότι το Δημόσιο αδυνατεί πλέον να βρει απευθείας πρόσβαση στη μεγάλη μάζα των αποταμιευτών, στους οποίους θα μπορούσε να διαθέτει «λαϊκά ομόλογα» μέσω του Χρηματιστηρίου, αποφεύγοντας την ακριβή και υποχρεωτική, με τις σημερινές συνθήκες, διαμεσολάβηση των τραπεζών.
Οι πολλαπλοί ρόλοι και αρμοδιότητες της ΤτΕ, παρά τα εξαιρετικά προσόντα της Διοίκησης και του γενικά εκλεκτού προσωπικού της, (που είναι διαφορετικό θέμα από τις συγκρούσεις συμφερόντων) ίσως είναι καιρός να επανεξετασθούν: ως μέλος του Ευρωσυστήματος, η ΤτΕ είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, ενώ ταυτόχρονα είναι η μοναδική αρμόδια αρχή για την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, ουσιαστικά δηλαδή για τον έλεγχο της ευρωστίας των εμπορικών τραπεζών. Η ευθύνη για την ευρωστία των εμπορικών τραπεζών συγκρούεται με άλλες αρμοδιότητες, όπως αυτή του Τραπεζίτη του Δημοσίου. Ταυτόχρονα, επίσης, έχει την ιδιότητα του διαχειριστή της δευτερογενούς αγοράς ομολόγων, του θεματοφύλακα της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων, του διαχειριστή μεγάλου μέρους των κεφαλαίων ασφαλιστικών οργανισμών και άλλων φορέων του Δημοσίου, ενώ διενεργεί και πράξεις συναλλάγματος, δηλαδή σε πολλά πεδία κινείται ανταγωνιστικά προς τις τράπεζες που εποπτεύει.
Εξίσου «υπερτροφικές» εξουσίες και αρμοδιότητες συγκεντρώνονται στο πρόσωπο και του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ο οποίος έχει υπό τον έλεγχό του πλέον όλες τις υπηρεσίες του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και του μηχανισμού ελέγχου των δημοσίων δαπανών (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους), ενώ παράλληλα εξουσιάζει πλήθος σημαντικών ελεγκτικών και εποπτικών αρχών (Υπ.Ε.Ε., Ε.Κ., Επιτροπή για την Αντιμετώπιση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες κ.α.). Είναι το ίδιο όπως σε μια επιχείρηση, που προσέχουν και επικρίνουν όλες οι ελεγκτικές επιχειρήσεις και η εταιρική διακυβέρνηση, το ίδιο πρόσωπο να είναι ταυτόχρονα λογιστής, ταμίας, οικονομικός διαχειριστής, πωλητής και εσωτερικός ελεγκτής.
Με τέτοιες υπερβολικές εκτελεστικές, νομοθετικές και διαχειριστικές εξουσίες, ο εκάστοτε υπουργός Οικονομίας θα όφειλε να έχει μεν ιδιαίτερες αμοιβές και προνόμια άλλα και πρόσθετες υποχρεώσεις, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα προσωπικά του οικονομικά θέματα και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των συγγενικών του προσώπων. Όμως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι συγγενικά πρόσωπα υπουργών Οικονομίας απέφυγαν συναλλαγές με ιδιωτικούς φορείς άμεσα ή έμμεσα εποπτευόμενους. Εκτός του ότι το Υπουργείο αυτό πρέπει να διαχωρισθεί διότι η ενοποίηση του έχει μέσα του ενσωματωμένες πολλές συγκρούσεις συμφερόντων, αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να είχε καθιερωθεί μια ασφαλιστική θεσμική δικλίδα διαφάνειας, με την επιβολή της υποχρέωσης σε όλα τα πολιτικά στελέχη του εκάστοτε οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης να δημοσιοποιούν όλες τις συναλλαγές συγγενικών προσώπων πρώτου βαθμού με ιδιωτικούς φορείς που μπορεί να επηρεάζονται άμεσα από αποφάσεις, νομοθετικές ρυθμίσεις και ενέργειες αυτών των πολιτικών στελεχών, ώστε να γίνει ευκολότερος ο δημόσιος έλεγχος των συγκρούσεων συμφερόντων. Γίνεται στις ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση, η απουσία δημόσιας συζήτησης και ελέγχου, για τις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων είναι ένας από τους επικίνδυνους εχθρούς του δημοσίου συμφέροντος, πολύ περισσότερο, όταν το «σύστημα», σε βάρος των φορολογούμενων πολιτών και από τα χρήματα τους, είναι σε θέση να ελέγχει και το μεγαλύτερο μερίδιο της διαφημιστικής δαπάνης προς τα ΜΜΕ, δημιουργώντας συνθήκες «φίμωσης» και της κριτικής από την Τέταρτη Εξουσία. Σε αυτό το περιβάλλον, οι ανεξέλεγκτες συγκρούσεις συμφερόντων και η ανάπτυξη βαθιών σχέσεων διαπλοκής δημιουργούν σοβαρά ερωτήματα για την ποιότητα της Δημοκρατίας μας.