Ερωτήματα για την οικονομική πολιτική ενόψει της ΔΕΘ

Άρθρο του Αλέξανδρου Μωραϊτάκη, Προέδρου του ΣΜΕΧΑ στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 30.8.2009

 

 

Σε συνθήκες ακραίας οικονομικής κρίσης, είναι βέβαιο ότι οι επιτελείς του Πρωθυπουργού που έχουν επιφορτισθεί με την προετοιμασία των οικονομικών του εξαγγελιών από το βήμα της 74ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, θα έχουν δυσκολότερο έργο από κάθε άλλη φορά. Η ελληνική κοινωνία και οι παραγωγικές της δυνάμεις αξιώνουν φέτος από τον Πρωθυπουργό ς πολλές και πειστικές απαντήσεις στα πιεστικά ερωτήματα της συγκυρίας για την οικονομία και το μέλλον τους.

Στην ανοικτή δημόσια συζήτηση για την οικονομία, ενόψει της φετινής εμφάνισης του Πρωθυπουργού στην ΔΕΘ, θα ήταν ίσως σκόπιμο να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα που αποκτούν σημαντική και πολύπλευρη διάσταση, υπό το φως των εξελίξεων στην οικονομία:

1) Για ποιό λόγο δεν ελήφθησαν τα κατάλληλα θεσμικά μέτρα, ώστε χωρίς επιδοτήσεις ή άλλες επιβαρύνσεις του κρατικού προϋπολογισμού να υλοποιηθεί η εξαγγελθείσα από τον Πρωθυπουργό (19/4/2005 στην ημερίδα του Economist) και  τον Υπουργό Οικονομίας με Επίσημο Δελτίο Τύπου (Σεπτέμβριος 2005), ανάπτυξης της Ελλάδος σε Διεθνές Χρηματοοικονομικό Κέντρο;

Συγκεκριμένα ο Πρωθυπουργός ανέφερε, τα εξής: «Στρατηγικός στόχος της πολιτικής μας είναι να οικοδομήσουμε τις συνθήκες που θα καταστήσουν τη Χώρα μας διεθνές Εκπαιδευτικό, Τουριστικό, Ναυτιλιακό, Τραπεζικό και Εμπορικό Κέντρο. Στο στόχο αυτό, που είναι δύσκολος αλλά μετρήσιμος, μας καθοδηγούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Χώρας μας: το υψηλού επιπέδου ανθρώπινο κεφάλαιο, η ισότιμη συμμετοχή μας στην ΕΕ, την ΟΝΕ και τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς, η γεωπολιτική θέση της χώρας μας, ο πολιτισμικός και φυσικός πλούτος μας, οι μεγάλες δυνατότητες της Τουριστικής βιομηχανίας μας, το παγκόσμιο ειδικό βάρος της Ναυτιλίας μας, η υλική και άυλη κληρονομιά των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας».

Ο Υπουργός Οικονομίας στο Δελτίο Τύπου 7/9/05 είχε αναφερθεί στην «σύσταση ομάδας εργασίας για την ανάπτυξη της Ελλάδας ως  διεθνούς χρηματοπιστωτικού στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Α. Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου. Κύριος στόχος της ομάδας εργασίας θα είναι η εκπόνηση εθνικής στρατηγικής για ανάπτυξη και επέκταση στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Α. Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου».

2) Γιατί δεν αλλάζει ο τρόπος δανεισμού του Δημοσίου ολικώς ή έστω δοκιμαστικά τμήμα του Χρέους με έκδοση τίτλων απ’ευθείας στο Ελληνικό Επενδυτικό Κοινό, μέσω Τραπεζών και ΑΧΕΠΕΥ όπως παλαιότερα και με διαφανή διαπραγμάτευση στην δευτερογενή αγορά, στη πλατφόρμα του ΧΑ που θα δώσει κέρδη στο Δημόσιο με χαμηλότερο επιτόκιο δανεισμού και τους επενδυτές με υψηλότερη απόδοση από τις τραπεζικές καταθέσεις;

3) Για ποιό λόγο και ποιοι ευνοούνται που αντίθετα με τις διακηρύξεις ανάπτυξης σε Διεθνές Χρηματοοικονομικό Κέντρο στις χώρες της Ε.Ε μια ΑΕΔΑΚ (ΑΕ Επιχειρήσεις Αμοιβαίων Κεφαλαίων) ιδρύεται με κεφάλαια 125.000 € ενώ στην Ελλάδα απαιτούνται με νόμο του Οκτωβρίου 2004 κεφάλαια τουλάχιστον 9 εκατομμύρια €, περιορίζοντας έτσι τον ανταγωνισμό υπέρ των ισχυρών τραπεζικών ομίλων, την ανάπτυξη και την απασχόληση με τεχνικά νομοθετικά εμπόδια;

4) Γιατί ενώ οι Έλληνες έχουν την τεχνογνωσία ανατίθενται χρηματοοικονομικές  συμβουλευτικές υπηρεσίες σε ξένες Τράπεζες με Έλληνες υπεύθυνους που μάλιστα έχουν αποτύχει αρκετές φορές;

5) Ποια κέντρα συντέλεσαν ώστε δύο Υπουργοί Οικονομίας διαφορετικών κομμμάτων ψήφισαν ακριβώς ομοίους νόμους (2002 και 2004) που προέβλεπαν, 10% τον πρώτο χρόνο και 5% τον δεύτερο, μικρότερο φορολογικό συντελεστή για  περιπτώσεις συγχωνεύσεων τραπεζών με επενδυτικές εταιρίες που οδήγησαν αντί της ανάπτυξης στην μείωση της απασχόλησης και σε λιγότερα Δημόσια έσοδα;

6) Γιατί η Ε.Κ. που διορίσθηκε από τον Υπουργό Οικονομίας το 2004 δεν ερεύνησε «το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου» ώστε να τιμωρηθούν οι πραγματικοί υπαίτιοι;

7) Γιατί οι τράπεζες, ενώ έλαβαν ρευστότητα 8 δις. ευρώ από το Δημόσιο με τη διάθεση κρατικών ομολόγων, δεν έχουν εκπληρώσει μέχρι σήμερα τη νομοθετικά καθιερωμένη υποχρέωσή τους να χρηματοδοτήσουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, με τη χορήγηση στεγαστικών δανείων; Γιατί, ενώ ο νόμος για το «πακέτο των 28 δις. ευρώ» παρέχει τη δυνατότητα αυστηρού ελέγχου της συμμόρφωσης των τραπεζών, ακόμη και της επιβολής προστίμων ή και της επιστροφής των ενισχύσεων στο Δημόσιο, δεν έχουν ως τώρα ελεγχθεί οι τράπεζες για το βαθμό συμμόρφωσής τους με το νόμο; Ποια σκοπιμότητα υπαγορεύει στην κυβέρνηση την απόφαση να μην εφαρμόζει ένα νόμο που η ίδια εισηγήθηκε;

8) Ο μετέπειτα Υπουργός Οικονομίας, τότε τομεάρχης της Ν.Δ., στις 21/5/2003, δήλωνε στη Βουλή: «Έχουμε ήδη μια ολιγοπωλιακή συγκέντρωση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τέσσερεις τράπεζες κυριαρχούν στο τραπεζικό σύστημα. … Είναι δυνατόν να τους δώσουμε και τον έλεγχο του χρηματιστηρίου; … Και επειδή έχετε πρόβλημα στον προϋπολογισμό, θα πρέπει να διαλύσουμε και το χρηματιστήριο; Αυτό κάνει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. … Τι εγγύηση έχουμε ότι αυτό το διοικητικό συμβούλιο θα κοιτάξει το σύνολο της αγοράς και το καλό της αγορά και δεν θα κοιτάξει το καλό των κυρίων μετόχων της αγοράς αυτής; Από πού και ως που σε μια χώρα που δεν έχει αναπτυγμένους θεσμούς ακόμα, προχωρούμε να ιδιωτικοποιήσουμε και σημαντικές αγορές, όπως είναι το χρηματιστήριο, μ’ αυτόν τον τρόπο και στην ουσία να τις κάνουμε ανεξέλεγκτες ή να τις θέσουμε κάτω από τον έλεγχο τεσσάρων τραπεζών; Η ερώτηση είναι: γιατί δεν ελήφθησαν μέτρα κατά της σύγκρουσης συμφερόντων βάσει αυτών των δηλώσεων, αλλά τώρα πια με κατοχή μετοχών 11% (συν 7% οι κρατικές) διοικείται η ΕΧΑΕ από τις Τράπεζες και αποκλείονται τα μέλη του ΣΜΕΧΑ;

9) Πως είναι δυνατόν να μην έχει προβλεφθεί ώστε συγγενείς α΄ βαθμού Υπουργού να μην μπορούν να συναλλάσσονται με εποπτευόμενα συγκροτήματα και να μη μπορεί ο Υπουργός να ψηφίζει ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις;

Στα περισσότερα από τα παραπάνω ερωτήματα δεν περιμένουμε ευθείες απαντήσεις. Οφείλουμε όμως να τα θέσουμε, όχι μόνο για να αναδειχθούν σφάλματα, παραλείψεις και ανεπάρκειες της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Αλλά και για να αναδειχθεί η διαχρονικά δυσμενής, κατά την άποψή μας, επίδραση στην οικονομική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων από ένα Σύστημα πανίσχυρων συμφερόντων του πιστωτικού τομέα, που όλο και συχνότερα τείνει να επιβάλλει στην Πολιτεία τη λήψη αποφάσεων που ίσως εξυπηρετούν τις επιδιώξεις αυτών των ισχυρών οικονομικών παραγόντων, όχι όμως και τις ανάγκες του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και των παραγωγικών μας δυνάμεων.