Επιχειρήσεις… υπό διωγμό!
Ας φανταστούμε έναν Έλληνα μικρομεσαίο επιχειρηματία: ένα πρωί, δίπλα στην επιχείρησή του, ανοίγει μια ομοειδής ανταγωνιστική επιχείρηση. Μόνο που αυτή έχει καταφέρει να ασφαλίζει το προσωπικό της στην Κύπρο, με επιβάρυνση 12,60% για εισφορές εργοδότη και εργαζομένου έναντι 46% – 55% του ιδίου. Όσο για τη φορολογική της επιβάρυνση, αυτή υπολογίζεται στο 1/3. Το ίδιο και για το απαιτούμενο κεφάλαιο για να λειτουργήσει να είναι το 1/3 του Ελλαδικού. Πόσο χρόνο ζωής θα έχει η ελληνική επιχείρηση του υποδείγματος;
Το παράδειγμα φαίνεται παράδοξο, αλλά στον «άυλο» κόσμο της παροχής επενδυτικών υπηρεσιών είναι η καθημερινή πραγματικότητα, από τότε που άρχισαν να διαπραγματεύονται σε κοινή πλατφόρμα ελληνικές και κυπριακές μετοχές από τις σχετικές ΑΧΕΠΕΥ των δύο χωρών, αλλά και μετά το «άνοιγμα» της ελληνικής αγοράς στα εξ αποστάσεως μέλη (από το Λονδίνο). Δηλαδή, σε ξένες επενδυτικές τράπεζες, που μπορούν να διεκπεραιώνουν απευθείας συναλλαγές στο ΧΑ, απασχολώντας προσωπικό στο εξωτερικό -π.χ., το «ελληνικό» γραφείο της UBS στη Γενεύη απασχολεί εκτός Ελλάδας για εργασίες private banking περίπου σαράντα εργαζομένους!
Το ερώτημα που τίθεται είναι: θα αφήσει η Πολιτεία ένα κλάδο με σημαντική τεχνογνωσία και απασχόληση χιλιάδων εξειδικευμένων επαγγελματιών να οδηγηθεί στην καταστροφή, ή θα λάβει μέτρα για τη διάσωσή τους; Ή, μήπως, θα πρέπει πολύ απλά οι ελληνικές εταιρείες να μεταφέρουν την έδρα τους στην Κύπρο;
Ο Πρωθυπουργός, ήδη από το 2005, είχε δεσμευθεί ότι θα επεδίωκε να αναδειχθεί η Ελλάδα ως χρηματοοικονομικό κέντρο της περιοχής. Το ίδιο δήλωνε τότε και ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως συνήθως συμβαίνει στη χώρα μας, οι πολιτικές ηγεσίες δυσκολεύονται να ευθυγραμμίσουν τη ρητορική με την πολιτική τους σε συγκεκριμένα μέτρα. Και σπεύδουμε να προλάβουμε τις παρερμηνείες: το πρόβλημα δεν είναι ότι προωθήθηκε η χρηματιστηριακή ενοποίηση με την Κύπρο, ή ότι «άνοιξε» η αγορά σε εξ αποστάσεως μέλη. Αλλά ότι η ενοποίηση με άνισους όρους ανταγωνισμού, σε βάρος των Ελλήνων οδηγεί στην περιθωριοποίηση των ελληνικών επιχειρήσεων.
Θα περίμενε κανείς από την κυβέρνηση, αν μη τι άλλο, να προνοήσει για την ενίσχυση των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες εκτίθενται σε άδικες συνθήκες ανταγωνισμού. Αντί γι’ αυτό, βλέπουμε ότι αυτές ακριβώς οι επιχειρήσεις -και δη οι ανεξάρτητες, που δεν εντάσσονται σε εύρωστους τραπεζικούς ομίλους- έχουν σχεδόν γίνει στόχος μιας παράλογης πολιτικής δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης, που αγγίζει τα όρια της… δίωξης. Το θέμα είναι πολύ σοβαρό και θα το εξετάσουμε διεξοδικότερα στο προσεχές σημείωμα.